τριόνυξ

τριόνυξ
η, Ν
ζωολ. (εσφ. τ.) βλ. τριώνυξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριώνυξ — και εσφ. τ. τριόνυξ, υχος, ο, Ν ζωολ. γένος ημιυδρόβιων σαρκοφάγων χελωνών τής οικογένειας τριωνυχίδες, που απαντούν στη Βόρεια Αμερική και στην τροπική Αφρική και Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. trionyx < tri (< τρι *) + onyx… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”